καταβαυκαλισμός

καταβαυκαλισμός
ο [καταβαυκαλίζω]
1. το αποκοίμισμα τών παιδιών με νανουρίσματα
2. το τραγούδι, το νανούρισμα με το οποίο αποκοίμιζαν τα βρέφη
3. εξαπάτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”